- υφιζάνω
- Α1. κάθομαι2. κάθομαι κάτω συσπειρωμένος, μαζεύομαι («ὑφίζανον κύκλοις, ὅπως σίδηρος ἐξολισθάνοι μάτην», Ευρ.)3. υφίσταμαι καθίζηση, κατακαθίζω («τὸ χῶμα ὑφίζανεν ἄφνω», Αππ.)4. (για την επιδερμίδα μετά από μεγάλη στέρηση) βαθουλώνω ή κρεμάω5. μτφ. εκκλ. (για τους αγγέλους) είμαι κατώτερος κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἱζάνω, άλλος τ. τού ρ. ἵζω].
Dictionary of Greek. 2013.